- επίστρατος
- ο воен, мобилизованный; тот, кто подлежит мобилизации
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επίστρατος — ο 1. επιστρατευμένος 2. αυτός που ανήκει σε στρατεύσιμη κλάση σε περίπτωση επιστράτευσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στρατός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
επίστρατος — ο 1. οέφεδρος που σε καιρό επιστράτευσης κλήθηκε στα όπλα, ο επιστρατευμένος. 2. αυτός που είναι δυνατό να επιστρατευθεί, που ανήκει σε στρατεύσιμη κλάση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιστρατώμαι — ἐπιστρατῶμαι, άομαι (Α) [επίστρατος] επιστρατεύω … Dictionary of Greek
στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και … Dictionary of Greek